μελισσοκομικός

μελισσοκομικός
η , ό[ν] пчеловодческий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μελισσοκομικός" в других словарях:

  • μελισσοκομικός — ή, ό [μελισσοκόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μελισσοκομία ή στον μελισσοκόμο 2. το θηλ. ως ουσ. η μελισσοκομική η μελισσοκομία …   Dictionary of Greek

  • μελισσουργικός — ή, ό (Α μελισσουργικός, ή, όν) [μελισσουργός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μελισσουργία ή στον μελισσουργό, ο μελισσοκομικός αρχ. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Μελισσουργικά ποίημα τού Νικάνδρου το οποίο αναφέρεται στη μελισσουργία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»